(ἐ. φρουρεῖν Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ερυμάτιον — ἐρυμάτιον, τὸ (Α) [έρυμα] μικρό οχύρωμα (γρήγορα και πρόχειρα κατασκευασμένο, με μικρή χωρητικότητα) … Dictionary of Greek
ἐρυμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)